κορινθιακός ρυθμός

κορινθιακός ρυθμός
Ο τρίτος και μεταγενέστερος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, μετά από τον δωρικό και τον ιωνικό. Συνιστά παραλλαγή του ιωνικού, από τον οποίο διαφέρει μόνο στη μορφή του κιονόκρανου. Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο και τον άβακα. Τη βάση του καλάθου καλύπτουν μία ή δύο σειρές φύλλων ακάνθου, μέσα από τα οποία φύονται ελικοειδείς βλαστοί: τέσσερις ψηλότεροι που κάμπτονται προς τα έξω και υποστηρίζουν τις γωνίες του άβακα και οκτώ χαμηλότεροι, οι οποίοι συναντώνται ανά δύο στη μέση των τεσσάρων όψεων του κιονόκρανου και στέφονται από ένα ανθέμιο ή ένα άνθος. Το κορινθιακό κιονόκρανο, εκτός από την πλουσιότερη εμφάνιση έναντι του ιωνικού, έχει και το πλεονέκτημα ότι είναι όμοιο και από τις τέσσερις όψεις και μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς μετατροπές στους μεσαίους και στους γωνιακούς κίονες ενός κτιρίου. Ένας αρχαίος μύθος απέδιδε στον Καλλίμαχο, γλύπτη του β’ μισού του 5ου αι. π.Χ., τη δημιουργία του κορινθιακού κιονόκρανου. Βέβαιο είναι ότι το παλαιότερο δείγμα, από το οποίο σώζονται ακόμα ορισμένα κομμάτια, βρισκόταν στον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα στην περιοχή των Βασσών της Φιγαλίας, που έχτισε ο Ικτίνος στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου. Παρά τις αρετές του, το κορινθιακό κιονόκρανο χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες των κλασικών και των ελληνιστικών χρόνων συνήθως σε δευτερεύουσες θέσεις, κυρίως στο εσωτερικό των δωρικών ή των ιωνικών κτιρίων, όπως στον σηκό του ναού της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα (4ος αι. π.Χ.), στις εσωτερικές κιονοστοιχίες των θόλων των Δελφών και της Επιδαύρου (4ος αι. π.Χ.), στο επίσης κυκλικό Φιλίππειον της Ολυμπίας (4ος αι. π.Χ.), στη θόλο της Αρσινόης στη Σαμοθράκη (3ος αι. π.Χ.) κ.α. Το πρώτο, ίσως, οικοδόμημα κ.ρ. είναι το μικρό χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη στην Αθήνα (4ος αι. π.Χ.). Ωστόσο, το σημαντικότερο καθαρά κ.ρ. μνημείο στην Ελλάδα είναι ο δίπτερος ναός του Ολυμπίου Διός της Αθήνας (174 π.Χ. – 131 μ.Χ.). Από το τεράστιο αυτό κτίριο, διαστάσεων περίπου 41 x 188 μ., με είκοσι μαρμάρινους κίονες στις μακρές πλευρές και οκτώ στις στενές, απομένουν σήμερα μόνο δεκαπέντε κίονες. Ο κ.ρ. επικράτησε στους ρωμαϊκούς χρόνους και χρησιμοποιήθηκε αμιγής ή πολύ συχνά σε επαλληλία ρυθμών στο ίδιο κτίριο. Από τον 1ο αι. π.Χ. εμπλουτίστηκε με έναν νέο σύνθετο τύπο κιονόκρανου, κράμα κορινθιακού και ιωνικού. Τα κτίρια της Αθήνας της ρωμαϊκής περιόδου, όπως η Πύλη και η Βιβλιοθήκη του Αδριανού, το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού και το μνημείο του Φιλοπάππου, κοσμήθηκαν με κορινθιακούς κίονες. Στη Ρώμη κτίρια κ.ρ. είναι το Πάνθεον, ο ναός του Βεσπασιανού, ο ναός της Εστίας στο προάστιο Τίβολι κ.ά. Κιονόκρανο κορινθιακού ρυθμού στην αρχαία Αγορά της Αθήνας. Κολόνα του ναού του Ολυμπίου Διός της Αθήνας, ο οποίος αποτελεί το σημαντικότερο μνημείο κορινθιακού ρυθμού στην Ελλάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορινθιακός — ή, ό (ΑM κορινθιακός, ή, όν) [Κορινθία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο ή στην Κορινθία ή στους Κορινθίους ή προέρχεται από αυτούς (α. «κορινθιακός πόλεμος» β. «κορινθιακά αγγεία» γ. «κορινθιακή σταφίδα» δ. «κορινθιακό κιονόκρανο» ε.… …   Dictionary of Greek

  • δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • Αμβέρσα — (γαλλ. Anvers,φλαμ. Antwerpen).Πόλη (446.525 κάτ. το 2000) του βόρειου Βελγίου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.867 τ. χλμ., 1.652.500 κατ. το 2002). Η Α. είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμόκολπου του Σέλντε (Εσκό), σε απόσταση 88 χλμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”